συζυγαρχία

συζυγαρχία
η, Ν
στρ. παλαιότερη στρατιωτική μονάδα η οποία εφοδίαζε με πυρομαχικά τις μάχιμες μονάδες τού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συζυγία + -αρχία (< -άρχης*), πρβλ. πυροβολ-αρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”